ασφόδελος
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
Greek Monolingual
και ασφοδελός, ο και ασφοδε(ί)λι, το (Α ἀσφόδελος)
το ποώδες φυτό ασφόδελος ο μικρόκαρπος, του οποίου όλα τα φύλλα είναι διατεταγμένα στη βάση του βλαστού και τα λευκά του λουλούδια σχηματίζουν τσαμπί (οικ. λειριίδαι)
Σύμφωνα με πολλούς συγγραφείς, ασφόδελοι καλύπτουν τα Ηλύσια Πεδία, τον τόπο των νεκρών κατά την ελληνική μυθολογία (πρβλ. «Διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι», Μαβίλης).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως].