ανθρωπομετρικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
ο σχετικός με την ανθρωπομετρία («ανθρωπομετρικά στοιχεία» — ανάστημα, ύψος κορμιού, διαστάσεις άκρων, βάρος εγκεφάλου κ.λπ).