ανθρωποφόντης

Greek Monolingual

ἀνθρωποφόντης (Μ)
επίθ. αυτός που σκοτώνει ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + -φόντης < θείνω «σκοτώνω» με επίδραση του φόνος. Πρβλ. αργειφόντης, ανδρεϊφόντης].