αντάρτικος

Greek Monolingual

κ. -κός, -ή, -ό αντάρτης
1. αυτός που αναφέρεται ή έχει σχέση με τους αντάρτες
Ι. το ουδ. ως ουσ. το αντάρτικο
1. το σύνολο των ανταρτών μιας περιοχής
2. η περιοχή την οποία ελέγχουν οι αντάρτες
II. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα αντάρτικα
1. η ανταρσία, η επανάσταση
2. τα τραγούδια των ανταρτών.