αντάρτης
From LSJ
Greek Monolingual
ο (θηλ. αντάρτισσα, η) (AM ἀντάρτης) ανταίρω
ο στασιαστής, αυτός που μετέχει σε ένοπλη εξέγερση εναντίον της κρατικής εξουσίας ή πολιτικού καθεστώτος
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει σε άτακτο, αντάρτικο, στρατιωτικό σώμα («πάει αντάρτης στη Μακεδονία»)
2. (συνήθως για παιδί) ο ανυπάκουος, ο απείθαρχος.