αντίδι

Greek Monolingual

το (Μ ἀντίδιον και ἀντίδιν)
κοινή ονομασία είδους του φυτού κιχόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εντύβιον < έντυβον < λατ. intubus «είδος λαχανικού»].