εντύβιον

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source

Greek Monolingual

και έντυβον και ίντυβον, το, και ίντυβος, ο
(σε όλους τους τύπους υπάρχει και γραφή με ι αντί υ)
βοτ. το φυτό που ονομάζεται κν. αντίδι.