εντύβιον
From LSJ
Ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → The mountain was in labor—even Zeus was afraid—but gave birth to a mouse
και έντυβον και ίντυβον, το, και ίντυβος, ο
(σε όλους τους τύπους υπάρχει και γραφή με ι αντί υ)
βοτ. το φυτό που ονομάζεται κν. αντίδι.