αντίθεος

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀντίθεος, -έη, -ον)
1. άπιστος, άθεος
2. το αρσ. ως ουσ. ο αντίθεος
ο διάβολος
νεοελλ.
μτφ. άδικος και σκληρός
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. εχθρική θεότητα.