άπιστος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄπιστος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει θρησκευτική πίστη, που δεν πιστεύει στον θεό
2. (για μη χριστιανούς) ο αλλόθρησκος
3. ο αναξιόπιστος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. οι άπιστοι
οι Τούρκοι
μσν.- νεοελλ.
1. όποιος προδίδει την ερωτική ή συζυγική πίστη
2. ετερόδοξος ή αιρετικός
μσν.
1. (για έγγραφο) άκυρος ή πλαστός
2. (για καταγγελία) ψεύτικος
αρχ.-μσν.
απειθάρχητος.