ανταπάντηση

Greek Monolingual

η
απάντηση που δίνεται για να αντικρούσει την απάντηση την οποία έδωσε κάποιος σε ερώτημα η άποψη που διατυπώθηκε προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανταπαντώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον φιλόλογο Γρηγόριο Παπαδόπουλο].