ερώτημα
From LSJ
Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht
Greek Monolingual
και ρώτημα, το (AM ἐρώτημα) ερωτώ
απορία για διευκρίνηση, πρόβλημα για λύση («μακρότερος λόγος ἐδόθη τῆς πρὸς τὸ ἐρώτημα ἀποκρίσεως», Θουκ.)
νεοελλ.
1. πρόταση που υποβάλλεται σε κάποια αρμόδια αρχή ή υπηρεσία και με την οποία ζητείται απάντηση ή απόφαση πάνω σε ορισμένο θέμα
2. (για σύγγραμμα) θέμα που πραγματεύεται κάποιος
3. φρ. α) «θέλει (και) ρώτημα;» — είναι τόσο αυτονόητο ώστε να μη χρειάζεται συζήτηση
β) «νά ‘χουμε καλό ρώτημα» — να εξηγηθούμε, να διευκρινίσουμε το ζήτημα
αρχ.
(στη διαλεκτική) ερώτηση που γίνεται με σκοπό να βγάλει κάποιος συμπέρασμα από την απάντηση.