Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ανταπεργία
Greek Monolingual
η (ξεν. λόκαουτ), απεργία των εργοδοτών σε ένδειξη διαμαρτυρίας, συνήθως, για εργατικές διεκδικήσεις (κατά την οποία η εργοδοσία αρνείται να δεχθεί την προσφορά εργασίας από το προσωπικό και κλείνει προσωρινά την επιχείρηση).