αντεροβγάλτης

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ισσα)
1. μανιακός δολοφόνος, που σκοτώνει (συνήθως γυναίκες) ανοίγοντας τους την κοιλιά
2. αυτός που με το πείσμα ή τη φλυαρία του ταλαιπωρεί φοβερά τον συνομιλητή του
3. (για οχήματα και πλοία) εκείνος που προκαλεί ναυτία στους επιβάτες.