αντιβολώ

Greek Monolingual

ἀντιβολῶ (-έω) (AM)
παρακαλώ, ικετεύω
αρχ.
1. συναντώ κάποιον στη μάχη
2. είμαι παρών σε κάτι
3. λαμβάνω μέρος σε κάτι
4. (για πράγμα) πέφτω στον κλήρο κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι- + βολέω < βόλος < βάλλω].