αντικρίνω

Greek Monolingual

ἀντικρίνω (Α)
1. κρίνω με τη σειρά μου αυτόν που με κρίνει
2. παραβάλλω, συγκρίνω
3. οδηγώ τον εαυτό μου σε αναμέτρηση με κάποιον.