ἀντικρίνω
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
English (LSJ)
[ῑν], judge in turn, τινά Aristid. Or.34650).40; compare, match, τί τινι Ael.NA5.56, al.:—Pass., πρός τι 2.43, al.:—Med., contend against, LXX Jb.9.32, 11.3.
Spanish (DGE)
I 1juzgar a su vez τοὺς ... κρίνοντας Aristid.Or.34.40.
2 comparar ταῖς Αἰγυπτίων ἀρούραις ... τὰς σφετέρας Ael.NA 5.56, en v. pas. ἱέρακες ... ἀντικριθέντες πρὸς τὰς τῶν ἀετῶν φυλάς halcones comparados con otras clases de águilas Ael.NA 2.43.
II en v. med. contender con ἀνθρώπῳ LXX Ib.9.32, cf. 11.3, τοῖς τῆς φύσεως νόμοις Ael.NA 6.61.
German (Pape)
[Seite 253] dagegen beurteilen, vergleichen, Sp.
French (Bailly abrégé)
comparer : τί τινι, τι πρός τι une chose à une autre.
Étymologie: ἀντί, κρίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικρίνω: κρίνω τὸν κρίνοντα, καὶ τοὺς μὲν κρίνοντας αὐτῶν ἀντικρίνουσιν αὐτοὶ βελτίους ἑαυτῶν εἶναι Ἀριστείδ. 2. 410· συγκρίνω, παραβάλλω, τινί τι Αἰλ.: - Μέσ., ἀγωνίζομαι ἐναντίον τινός, «οὐ γὰρ εἶ ἄνθρωπος κατ’ ἐμέ, ᾧ ἀντικρινοῦμαι» Ἑβδ. (Ἰὼβ θ΄, 32, ια΄, 3).
Greek Monolingual
ἀντικρίνω (Α)
1. κρίνω με τη σειρά μου αυτόν που με κρίνει
2. παραβάλλω, συγκρίνω
3. οδηγώ τον εαυτό μου σε αναμέτρηση με κάποιον.