αντικρινός

Greek Monolingual

-ή, -ό
εκείνος που βρίσκεται αντίκρυ, απέναντι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντίκρυ. Η γραφή αντικρινός, με -ι-, αντί -υ- (αντικρυνός, πρβλ. και αντικρύζω) οφείλεται σε ορθογραφική εξομοίωση της λ. προς το πλήθος των επιθέτων σε -ινός (πρβλ. και βραδινός αντί βραδυνός < βράδυ)].