(Α ἀντιλαλῶ, -έω)νεοελλ.ανακλώ τον ήχο, αντηχώ2. απηχώ (αμτβ. και μτβ.)3. συμφωνώαρχ.αντιλέγω ή ομιλώ εναντίον κάποιου.