αντιπαραβάλλω
Greek Monolingual
(AM ἀντιπαραβάλλω)
βάζω κάτι δίπλα σε κάτι άλλο για να τα συγκρίνω, παραλληλίζω
αρχ.
συνεισφέρω, δίνω κάτι αντί για κάτι άλλο.
(AM ἀντιπαραβάλλω)
βάζω κάτι δίπλα σε κάτι άλλο για να τα συγκρίνω, παραλληλίζω
αρχ.
συνεισφέρω, δίνω κάτι αντί για κάτι άλλο.