Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αντιστάθμισμα
Greek Monolingual
το 1. το αντίρροπο βάρος που χρησιμοποιείται για επίτευξη ισορροπίας 2. ό,τι δίνεται για να αναπληρώσει άλληπαροχή, δαπάνη ή ζημιά. [ΕΤΥΜΟΛ.<αντισταθμίζω. Η λ. μαρτυρείται στον Στέφ. Κουμανούδη].