ανώγι
Greek Monolingual
κ. ανώι, το (AM ἀνώγαιον κ. -γεον)
1. ο όροφος του σπιτιού πάνω από το ισόγειο
2. παροιμ. «ο Μανόλης με τα λόγια χτίζ' ανώγεια και κατώγια» (για φαντασιόπληκτο)
αρχ.
1. αίθουσα φαγητού
2. φυλακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανώγ(ε)ι < μσν. ανώγειον < ανώγαιον ή ανώγεον. Ο τ. ανώγαιον < άνω + -γαιο(ν) < γαία. Ο τ. ανώγεον < άνω + γεο(-ν) < γη].