απαλοιφή

Greek Monolingual

η (Α ἀπαλοιφή) απαλείφω
εξάλειψη, διαγραφή, σβήσιμο
νεοελλ.
Μαθ. η πράξη της εξάλειψης μιας μεταβλητής μεταξύ δύο εξισώσεων ή γενικότερα ν μεταβλητών μεταξύ ν + 1 εξισώσεων.