ἀπαλοιφή

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾰλοιφή Medium diacritics: ἀπαλοιφή Low diacritics: απαλοιφή Capitals: ΑΠΑΛΟΙΦΗ
Transliteration A: apaloiphḗ Transliteration B: apaloiphē Transliteration C: apaloifi Beta Code: a)paloifh/

English (LSJ)

ἡ, (ἀπαλείφω)
A effacing, expunging, Glossaria
II prob.l. for ἀπαλειφή (sic), paste, amalgam, Zos.Alch.p.222B. [Perh. ἀπαλιφή; cf. καταλιφή.]

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
• Alolema(s): ἀπαλειφή Zos.Alch.p.222
1 raspadura de un escrito ἀπαλοιφὰς ἔχοντα Wien.Anz. 1962.5, cf. Gloss.2.232.
2 frotamiento Zos.Alch.l.c.

German (Pape)

[Seite 277] ἡ, das Auswischen, Ablöschen?

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰλοιφή: ἡ, (ἀπαλείφω) ἐξάλειψις, Γλωσσ.

Greek Monolingual

η (Α ἀπαλοιφή) απαλείφω
εξάλειψη, διαγραφή, σβήσιμο
νεοελλ.
Μαθ. η πράξη της εξάλειψης μιας μεταβλητής μεταξύ δύο εξισώσεων ή γενικότερα ν μεταβλητών μεταξύ ν + 1 εξισώσεων.