ἀπαλοιφή
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ἡ, (ἀπαλείφω)
A effacing, expunging, Glossaria
II prob.l. for ἀπαλειφή (sic), paste, amalgam, Zos.Alch.p.222B. [Perh. ἀπαλιφή; cf. καταλιφή.]
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): ἀπαλειφή Zos.Alch.p.222
1 raspadura de un escrito ἀπαλοιφὰς ἔχοντα Wien.Anz. 1962.5, cf. Gloss.2.232.
2 frotamiento Zos.Alch.l.c.
German (Pape)
[Seite 277] ἡ, das Auswischen, Ablöschen?
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰλοιφή: ἡ, (ἀπαλείφω) ἐξάλειψις, Γλωσσ.
Greek Monolingual
η (Α ἀπαλοιφή) απαλείφω
εξάλειψη, διαγραφή, σβήσιμο
νεοελλ.
Μαθ. η πράξη της εξάλειψης μιας μεταβλητής μεταξύ δύο εξισώσεων ή γενικότερα ν μεταβλητών μεταξύ ν + 1 εξισώσεων.