απαλείφω

From LSJ

γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι κύριος ὁ θεὸς ὑμῶν → you shall not make tattooed signs on yourselves; I am your Lord God

Source

Greek Monolingual

ἀπαλείφω)
1. εξαλείφω, σβήνω, διαγράφω
2. καταργώ, ακυρώνω κάτι
αρχ.
1. σβήνω, διαγράφω κάτι από επίσημο κατάλογο
2. απαλλάσσω
3. αφαιρώ κρυφά, σφετερίζομαι μέρος από τις καταθέσεις.