εξάλειψη

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

η (AM ἐξάλειψις) εξαλείφω
απάλειψη, εξαφάνιση («χαῖρε ἐξάλειψις πονηρών δαιμόνων»
«ἐξάλειψη παθῶν»)
αρχ.
επικάλυψη, σοβάντισμα.