(Μ ἀπαντέχω)περιμένω, προσδοκώ, ελπίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. απαντέχω < αρχ. υπαντέχω «υπομένοντας κάτι αντέχω», απ' όπου «υπομένω, καρτερώ, ελπίζω»].