απαρκτίας

Greek Monolingual

ἀπαρκτίας κ. ἀπαρκίας, ο (Α)
βόρειος άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + άρκτος «βορράς» (πρβλ. άρκτιος «βορεινός»].