απαρχή

Greek Monolingual

η (AM ἀπαρχή)
αρχή, έναρξη
αρχ.-μσν.
(ιδίως στον πληθ.)
1. έναρξη θυσίας, η πρώτη προσφορά, η προσφορά των πρώτων καρπών της συγκομιδής
2. συμπόσιο
3. το πρώτο και καλύτερο μέρος κάθε πράγματος.