κ. -κτος, κ. -γος, -η, -ο πειράζω1. αυτός που δεν τον έχει πειράξει κανείς, ο ανενόχλητος2. μτφ. άθικτος, ανέπαφος, ακέραιος3. (για κλοπή) αυτός που δεν έχει αφαιρεθεί από κάπου.