ανενόχλητος
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνενόχλητος, -ον)
εκείνος που δεν τον ενοχλεί κανείς, ο αδιατάρακτος, ο ανεμπόδιστος
μσν.-νεοελλ.
εκείνος που δεν ενοχλεί τους άλλους, ο φιλήσυχος
μσν.
αμέριμνος, ξέγνοιαστος.