απερίσπαστος

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπερίσπαστος, -ον) περισπώμαι
1. αυτός που ασχολείται με κάτι χωρίς να διασπάται η προσοχή του σε άλλες ασχολίες ή φροντίδες
2. παθ. αυτός που εκτελείται χωρίς εμπόδια, περισπασμούς ή διακοπές
αρχ.
1. (για στρατεύματα) ο μη διασκορπισμένος, ο ενιαίος
2. το ουδ. ως ουσ. «τὸ ἀπερίσπαστον τῆς ἐξουσίας», το ενιαίο, η συνέχεια της εξουσίας, το να μη μεταβαίνει η εξουσία από τον ένα στον άλλο.