ἀπηλιώτης, ο (Α)(με ή χωρίς τη λ. άνεμος) ο ανατολικός άνεμος, ο λεβάντες.[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + ηλιώτης («αυτός που ανήκει στον ήλιο»), με ιωνική ψίλωση].