ανατολικός

From LSJ

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀνατολικός, -ή, -όν) ανατολή
αυτός που ανήκει στην Ανατολή
νεοελλ.
1. (για άνεμο) αυτός που πνέει από την Ανατολή, ο απηλιώτης
2. (για κτίσμα) αυτός που έχει πρόσοψη προς την Ανατολή.