αποδιοργάνωση
Greek Monolingual
η
η κατάσταση κατά την οποία χαλαρώνει ή καταστρέφεται η οργάνωση και η λειτουργία υπηρεσίας, οργανισμού, κράτους κ.λπ.
η
η κατάσταση κατά την οποία χαλαρώνει ή καταστρέφεται η οργάνωση και η λειτουργία υπηρεσίας, οργανισμού, κράτους κ.λπ.