αποθέωση
Greek Monolingual
η (Α ἀποθέωσις) αποθεώ
η θεοποίηση κάποιου
νεοελλ.
1. η απόδοση θεϊκών τιμών σε κάποιον
2. οι θερμές εκδηλώσεις για την υποδοχή κάποιου
3. το αποκορύφωμα μιας εξελισσόμενης κατάστασης
4. η τελευταία εικόνα δραματικού έργου (καραγκιόζη κ.ά.), όπου εμφανίζονται θεοί, άγγελοι κ.λπ.
5. φρ. «είναι αποθέωση» (συνήθως ειρωνικά)
είναι κάτι θαυμάσιο.