θεοποίηση

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186

Greek Monolingual

η (AM θεοποίησις) θεοποιώ
1. η ανύψωση θνητού στη θέση θεού, η απόδοση θεϊκών τιμών σ' αυτόν
2. η «θέωση» του ανθρώπου, η πνευματική του ανύψωση «διά της πίστεως» και η συμμετοχή του στην ουσία του θεού.