θεοποίηση

From LSJ

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source

Greek Monolingual

η (AM θεοποίησις) θεοποιώ
1. η ανύψωση θνητού στη θέση θεού, η απόδοση θεϊκών τιμών σ' αυτόν
2. η «θέωση» του ανθρώπου, η πνευματική του ανύψωση «διά της πίστεως» και η συμμετοχή του στην ουσία του θεού.