πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
το
ανώτατο όριο, έπακρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποκορυφώ (-ώνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].