αποικιακός

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. ο σχετικός με την αποικία
2. αυτός που δημιουργεί αποικίες («αποικιακές δυνάμεις»)
3. αυτός που προέρχεται από τις αποικίες
4. (το ουδ. του πληθ. ως ουσ.) τα αποικιακά (ενν. προϊόντα)
τα προϊόντα που προέρχονται από αποικίες ή από χώρες που ήταν στο παρελθόν αποικίες (καφές, τσάι, κανέλα κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποικία. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Δ. Μαργαρίτη].