αποκεφαλίζω
Greek Monolingual
(AM ἀποκεφαλίζω)
κόβω το κεφάλι κάποιου
νεοελλ.
1. κόβω το κεφάλι, αφαιρώ την κορυφή («το κόμμα αποκεφαλίστηκε»)
2. καταδικάζω σε θάνατο με αποκεφαλισμό.
(AM ἀποκεφαλίζω)
κόβω το κεφάλι κάποιου
νεοελλ.
1. κόβω το κεφάλι, αφαιρώ την κορυφή («το κόμμα αποκεφαλίστηκε»)
2. καταδικάζω σε θάνατο με αποκεφαλισμό.