ἀποκναίω (Α)1. αποξύνω, αποτρίβω2. (για άνθρωπο) κατατρύχω, κουράζω κάποιον υπερβολικά3. (-ομαι) φθείρομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + -κναίω = κνώ(-άω) «αποξύνω»].