αποτρίβω

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

Greek Monolingual

ἀποτρίβω)
1. καταστρέφω, αφανίζω με την τριβή
2. καθαρίζω τρίβοντας
νεοελλ.
1. τελειώνω το τρίψιμο
2. κάνω εντριβές
3. (για φυτά) ρίχνω τα άνθη
αρχ.
Ι. εξαλείφω, εξαφανίζω
II. (-ομαι)
1. απαλλάσσομαι, ξεφορτώνομαι
2. αποκρούω, δεν δέχομαι.