αποτρίβω
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
(Α ἀποτρίβω)
1. καταστρέφω, αφανίζω με την τριβή
2. καθαρίζω τρίβοντας
νεοελλ.
1. τελειώνω το τρίψιμο
2. κάνω εντριβές
3. (για φυτά) ρίχνω τα άνθη
αρχ.
Ι. εξαλείφω, εξαφανίζω
II. (-ομαι)
1. απαλλάσσομαι, ξεφορτώνομαι
2. αποκρούω, δεν δέχομαι.