αποκρουστικός
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀποκρουστικός, -ή, -όν) αποκρούω
νεοελλ.
αντιπαθητικός, απεχθής, δυσάρεστος
αρχ.
αυτός που έχει την ικανότητα ή τη δύναμη να αποκρούει
2. (για τη σελήνη) που λιγοστεύει, που είναι στη φάση της ελάττωσης.
-ή, -ό (AM ἀποκρουστικός, -ή, -όν) αποκρούω
νεοελλ.
αντιπαθητικός, απεχθής, δυσάρεστος
αρχ.
αυτός που έχει την ικανότητα ή τη δύναμη να αποκρούει
2. (για τη σελήνη) που λιγοστεύει, που είναι στη φάση της ελάττωσης.