αποκόμιση

Greek Monolingual

η
1. η μεταφορά κάποιου πράματος μακριά
2. φαινόμενο κατά το οποίο απομακρύνονται από την επιφάνεια του εδάφους υλικά που προέκυψαν από την αποσάθρωση (χαλίκια, άμμος, σκόνη κ.λπ.).