απολέγω

Greek Monolingual

κ. -λέω (AM ἀπολέγω)
μσν.-νεοελλ.
1. αναιρώ, ανακαλώ αυτά που είπα
2. τελειώνω τον λόγο μου
αρχ.
Ι. 1. διαλέγω καί παίρνω από ένα σύνολο
2. εκλέγω, επιλέγω
3. επιλέγω για να απορρίψω
4. αρνούμαι, απαγορεύω
II. (-ομαι)
1. δεν δέχομαι κάποια προσφορά
2. ενδίδω, δεν αντιστέκομαι
3. παραιτούμαι, δεν εγείρω αξιώσεις
4. παθ. έχω προέλθει από εκλογή.