απαγορεύω
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
(AM ἀπαγορεύω) αγορεύω
δεν επιτρέπω να γίνει κάτι, εμποδίζω
μσν.
1. απελπίζομαι, απογοητεύομαι
2. αποφεύγω
3. (-ομαι) απελπίζω κάποιον
αρχ.
1. σταματώ, διακόπτω, εγκαταλείπω
2. κουράζομαι, εξαντλούμαι
3. μεταπείθω κάποιον
4. διακηρύσσω
5. (για πράγματα) φθείρομαι από τη χρήση, αχρηστεύομαι.