απαγορεύω

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544

Greek Monolingual

(AM ἀπαγορεύω) αγορεύω
δεν επιτρέπω να γίνει κάτι, εμποδίζω
μσν.
1. απελπίζομαι, απογοητεύομαι
2. αποφεύγω
3. (-ομαι) απελπίζω κάποιον
αρχ.
1. σταματώ, διακόπτω, εγκαταλείπω
2. κουράζομαι, εξαντλούμαι
3. μεταπείθω κάποιον
4. διακηρύσσω
5. (για πράγματα) φθείρομαι από τη χρήση, αχρηστεύομαι.