απολύμανση

Greek Monolingual

η
η μέθοδος που αποσκοπεί στην καταστροφή των παθογόνων μόνο μικροβίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απολυμαίνω. Η λ. μαρτυρείται στον Σπ. Μαγγίνα ως απόδοση του γαλλ. desinfection].