απομάκρυνση
Greek Monolingual
η
1. μετακίνηση, μεταφορά κάποιου μακριά
2. εκτόπιση, αποπομπή, εξορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απομακρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αλέξανδρο Σούτσο].
η
1. μετακίνηση, μεταφορά κάποιου μακριά
2. εκτόπιση, αποπομπή, εξορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απομακρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αλέξανδρο Σούτσο].