εκτόπιση
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
Greek Monolingual
η (AM ἐκτόπισις)
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εκτοπίζω, εκτοπισμός, απομάκρυνση από τη θέση, εξορία
2. εκπατρισμός, απέλαση.