απομαθαίνω

Greek Monolingual

(AM ἀπομανθάνω, Μ κ. -μαθαίνω)
λησμονώ κάτι
μσν.- νεοελλ.
κάνω κάποιον να ξεχάσει κάτι
νεοελλ.
μαθαίνω πολύ καλά.