αποσκλήρυνση
Greek Monolingual
η
1. το να γίνεται κάποιος ή κάτι πιο σκληρό απ' ό,τι ήταν
2. η σκλήρυνση πετρωμάτων από θέρμανση ή από αφυδάτωση λόγω θέρμανσης
3. φρ. «αποσκλήρυνση ύδατος» — η απομάκρυνση των αλάτων του ασβεστίου, του μαγνησίου και του σιδήρου από το σκληρό νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποσκληρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή].